Ναρσῆ

Ναρσῆ
Ναρσῆς
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ναρσῇ — Ναρσῆς masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλίγερνος — (6ος αι. μ.Χ.)Γιος του Φρεδιγέρνου, αδελφός του Γότθου ηγεμόνα Τεΐα. Υπερασπίστηκε την Κύμη της Ιταλίας εναντίον του Ναρσή, στρατηγού του Βυζαντίου, που είχε προηγουμένως κατατροπώσει τους Γότθους στη μάχη του ποταμού Δράκοντα κοντά στον Βεζούβιο …   Dictionary of Greek

  • Γαλέριος, Γάιος Βαλέριος Μαξιμιανός — (Gaius Valerius Maximinianus Galerius, 242 – 311 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατ. Ρωμαϊκού κράτους (305 311). Ανακηρύχθηκε καίσαρας το 293 στη Νικομήδεια. Σύζυγος της κόρης του Διοκλητιανού, για χάρη της οποίας χώρισε την πρώτη γυναίκα του, είχε την …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… …   Dictionary of Greek

  • μάρης — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Περσία. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Σαβωρίου, μαζί με τους Άβιβου, Ηλία, Λάζαρο, Μαρούθα, Ναρσή, Σάβα, Σιμιάθη και Ζανιθά. Η μνήμη τους τιμάται στις 29 Μαρτίου. 2. Ήταν ασκητής. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμανοί — (Alamanni). Ομάδα αρχαίων γερμανικών φύλων που εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη, κοντά στα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας που τους πολέμησε ήταν ο Καρακάλλας (213),… …   Dictionary of Greek

  • Αλδουίνος — (6ος αι. μ.Χ.). Λομβαρδός βασιλιάς, σύμμαχος του Ιουστινιανού. Όταν ο αυτοκράτορας του παραχώρησε μέρος της Πανονίας, ο Α. στράφηκε εναντίον των Γεπιδών ή Γηπαιδών, τους οποίους και υπέταξε. Η νίκη αυτή εξυπηρετούσε τους Βυζαντινούς, γιατί οι… …   Dictionary of Greek

  • Βαλεριανός — I (Publius Licinius Valerianus, τέλη 2ου αι. – περ. 260 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 260). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γότθων και όταν ο Γάλλος τον κάλεσε εναντίον του Αιμιλιανού, έγινε αυτοκράτορας και αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”